-
1 προϋπάρχω
A take the initiative in a thing, c. gen.,ἀδικίας Th.3.40
; τῶν εὐεργεσιῶν, τῆς ἔχθρας, Isoc.5.36,125: c. dat.,π. τῷ ποιεῖν εὖ D.20.46
: with neut. Adj.,π. τι ἔς τινα D.C.38.34
:—[voice] Pass., τὰ προϋπηργμένα εἰς αὑτόν benefits formerly received, D.49.25, cf. OGI244.8 (Daphne, ii B.C.), Hierocl. in CA7p.429M.; but alsoπροϋπηργμένα ἀδικήματα Iamb.Myst.4.5
.II intr., exist before, be pre-existent, Th.2.85, 4.126, Pl.Prt. 317d, PLille 1v4 (iii B.C.), etc.;οἱ νόμοι οἱ προϋπάρχοντες Arist.Pol. 1292b20
, cf. SIG526.31 (Itanos, iii B.C.); ἡ τῶν σωμάτων αὔξησις ἐκ προϋπαρχόντων ἐστίν from pre-existent materials, Arist.Rh. 1419b22;πᾶσα μάθησις ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως Id.APo.0.71a1
; προϋπάρξαντα things that happened before, past events, v.l. for πρὶν ὑπ. in D.1.11; τὰ προϋπάρχοντα former possessions, Ceb.31, D.C.38.38; οἱ π. ὕπατοι the previous consuls, Plb.3.106.2: [tense] pf. [voice] Pass., τὰ προϋπηργμένα antecedents, D.18.262, Arist.Rh. 1367b13; οἰκειότης, χάρις προϋπηργμένη, J.Ap.1.29, A.D. Synt.132.21.2 c. gen., προϋπάρχειν δεῖ τὸ κινοῦν τοῦ κινουμένου must exist before.., Arist.MA 700b1;π. ἑαυτοῦ S.E.M.10.208
; to be logically prior,μέθοδος πασῶν προϋπάρχουσα καὶ κυριωτέρα Nicom.Ar. 1.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προϋπάρχω
См. также в других словарях:
προϋπάρχω — ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. υπάρχω εκ τών προτέρων (α. «ἡ τών σωμάτων αὔξησις ἐκ τῶν προϋπαρχόντων ἐστὶν», Αριστοτ. β. «πᾶσα μάθησις ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως», Αριστοτ.) 2. υπάρχω, υφίσταμαι πριν από κάποιον ή από κάτι άλλο (α. «το αμάρτημα προϋπήρξε … Dictionary of Greek